- ἀχαλίνωτα
- ἀχαλί̱νωτα , ἀχαλίνωτοςunbridledneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανέδην — ἀνέδην επίρρ. (Α) 1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα 2. βίαια 3. αχαλίνωτα, ακόλαστα 4. αφρόντιστα, ανέμελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) δην] … Dictionary of Greek
ανειμένος — η, ο (AM ἀνειμένος, η, ον) 1. άτονος, χαλαρός «ανειμένη φωνή» 2. έκλυτος «ανειμένα ήθη» 3. (επίρρ, νως) α) ράθυμα, αφρόντιστα β) άνετα, ξεκούραστα γ) ελεύθερα, αχαλίνωτα δ) αρχ. με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένη μτχ. παθ. πρκμ. του ανίημι… … Dictionary of Greek
Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… … Dictionary of Greek
Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… … Dictionary of Greek